- επιχώριος
- -α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)νεοελλ.ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής τού σώματοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῡτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῑν»)4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.